- φωτογραφείο(ν)
- το фотография, фотоателье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτογραφείο — το, Ν 1. εργαστήριο φωτογράφου 2. κατάστημα πώλησης φωτογραφικών ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν τού Ε. Legrand] … Dictionary of Greek
φωτογραφείο — το το εργαστήριο ή το κατάστημα του φωτογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… … Dictionary of Greek
Μονέ, Κλοντ — (Claude Monet, Παρίσι 1840 – Ζιβερνί 1926). Γάλλος ζωγράφος, της από της μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και της δημιουργούς του ιμπρεσιονισμού. Η ζωγραφική του διαμόρφωση πραγματοποιήθηκε στη Χάβρη. Εκεί γνώρισε τον Μπουντέν που τον ώθησε… … Dictionary of Greek